Σθεναρή αντίσταση σε ένα συναισθηματικά, ηθικά και νομικά χαοτικό σύμπαν ή ένας βαθιά συντηρητικός θεσμός που ατροφεί; Οποια και να είναι η αλήθεια, ο γάμος του 21ου αιώνα συμπορεύεται εν αγαστή συμπνοία με τις αντιφάσεις του. Πρωτίστως παραμένει ένα φρούριο στο οποίο όποιος βρίσκεται απέξω θέλει να εισβάλει και όποιος είναι μέσα θέλει να βγει (συνήθως αφήνοντας πολεμικές ιαχές).
Στις ΗΠΑ, την ίδια στιγμή που το 39% των Αμερικανών τον θεωρεί έναν παρηκμασμένο θεσμό (σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center το 2010) και που οι millennials (οι γεννημένοι από τα μέσα της δεκαετίας του '80 ως το 2000) τον αντιμετωπίζουν λίγο-πολύ ως ένα «οικιακό γκουλάγκ» («Δεν μπορείς να φύγεις από το σπίτι χωρίς να πεις πού πηγαίνεις. Δεν μπορείς να φύγεις χωρίς να πεις τι ώρα θα γυρίσεις. Δεν μπορείς να αφήσεις την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή - είναι προσβλητικό. Δεν μπορείς να αφήσεις την πόρτα του μπάνιου κλειστή»), η βιομηχανία του γάμου θάλλει, ξεπερνώντας αισίως τα 40 δισ. δολάρια και μόλις ένα πενιχρό 5% (από το 44% των Αμερικανών κάτω των 30 που τον απαξιώνουν στην προαναφερθείσα έρευνα) δεν θέλει να παντρευτεί.
Και ενώ οι Αμερικανοί έχουν τον υψηλότερο δείκτη διαζυγίων στον δυτικό κόσμο (το 60% των ανδρών και σχεδόν οι μισές γυναίκες έχουν ερωτικές επαφές εκτός γάμου), μόλις τον περασμένο Ιούλιο το αμερικανικό ψηφιακό κανάλι FYI τροφοδότησε εκ νέου την «insula Utopia» του δυτικοτραφούς γάμου με το ριάλιτι «Married at First Sight» («Παντρεμένοι με την πρώτη ματιά»). Πρόκειται για ένα extreme κοινωνικό πείραμα, την επίβλεψη του οποίου ανέλαβαν ένας καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, ένας ψυχολόγος, ένας σεξολόγος και ένας πνευματιστής. Οι υποψήφιοι συμπληρώνουν εκτενή ερωτηματολόγια, υποβάλλονται σε εξονυχιστικές ψυχολογικές αξιολογήσεις και τεστ προσωπικότητας, παρακολουθούν συνεδρίες σεξολογίας κ.ο.κ. Στη συνέχεια οι ειδικοί επαφίενται στους αλγόριθμους για να καταλήξουν σε έξι «επιστημονικώς συμβατά» ζευγάρια. Ο ένας θα συναντήσει τον άλλον τη στιγμή του γάμου τους. Τότε είναι που θα ακούσει για πρώτη φορά τη χροιά της φωνής του και το όνομά του. Γλιτώνουν έτσι κάμποσα χρόνια ανεδαφικών προσδοκιών (και το κόστος των pre-wedding δώρων).
Οταν παντρεύτηκε ο Χίτλερ
Στην Ελλάδα της κρίσης και των βίαιων κοινωνικών ανατροπών, με τα ζευγάρια να μένουν μαζί όχι για να μοιραστούν ζωές, αλλά χαράτσια, με τον θρησκευτικό γάμο να καταποντίζεται σταθερά (το 2012 οι πολιτικοί γάμοι υπερέβησαν για πρώτη φορά πανελλαδικά τους θρησκευτικούς κατά 3,6%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ), με τις νέες μορφές οικογένειας να κερδίζουν ταχύτατα έδαφος και τις γυναίκες να μη διστάζουν να κάνουν παιδιά εκτός γάμου (ενίοτε παραλαμβάνοντας με κούριερ ένα ψυχρό κοντέινερ υγρού αζώτου από κάποια τράπεζα σπέρματος στο Μέριλαντ) και πολλά ζευγάρια να φθάνουν μετά βίας στη «βαμβακερή» δεύτερη επέτειο, ο μέσος γάμος θυμίζει εκείνον που έλαβε χώρα στο Βερολίνο το θλιβερό ξημέρωμα της 29ης Απριλίου 1945 ανάμεσα στον Αδόλφο Χίτλερ και στην Εύα Μπράουν: μια τελική λύση πριν από το αναπόφευκτο τέλος (την επόμενη ακριβώς ημέρα 200 λίτρα βενζίνης μεταφέρονταν στον κήπο της καγκελαρίας για τους αυτόχειρες νεόνυμφους).
Δεν είναι τυχαίο ότι και στην Ελλάδα οι κοινωνιολόγοι συμφωνούν ότι ο γάμος δεν οριοθετεί πλέον την απαρχή μιας καινούργιας ζωής, αλλά ανοίγει διάπλατα την κερκόπορτα της παλιάς. Για να φθάσεις σήμερα να παντρευτείς (το 2010 η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο ήταν τα 32 έτη και η αντίστοιχη μέση ηλικία των ανδρών περίπου τα 40 έτη, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Κοινωνικής Πολιτικής) σημαίνει συνήθως ότι είσαι πλήρης εμπειριών, ότι έχεις ζήσει «τη ζωή σου» και απλώς ενδίδεις σε μια κοινωνική σύμβαση για την οποία σήμερα δείχνουν να κόπτονται μόνο οι κάποιας ηλικίας γονείς σου και οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Παρ' όλα αυτά, τα τελευταία έξι χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι εγχώριοι event planners συνεχίζουν να διοργανώνουν τριήμερους θεματικούς (δημοφιλέστεροι οι country και vintage) γάμους με «no limit παραγωγές», οι διαζευγμένοι δεν έχουν απολέσει το στίγμα της αποτυχίας (σημειωτέον ότι ένας προβληματικός γάμος φέρεται από τους ειδικoύς ως πιο επιζήμιος για την καρδιά και από το κάπνισμα), ενώ οι προσκλήσεις για πακέτα «γάμος-βάφτιση» καταφθάνουν βροχή.
Ο χρυσός αιώνας του γάμου
Στην επίμονη ερώτηση αν ο γάμος του 21ου αιώνα είναι τελικά καλύτερος ή χειρότερος, ο Ιλαϊ Τζέι Φίνκελ, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν του Ιλινόι, απάντησε σε φλογερό άρθρο του, τον Φεβρουάριο του 2014, στους «New York Times»: «Και τα δύο». Οπως εξηγεί ο αμερικανός ειδικός, ο οποίος καταδύθηκε επί έναν ολόκληρο χρόνο σε μια αχανή ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, ανατέμνοντας τις ιστορικές, οικονομικές, ψυχολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις ενός θεσμού που γνωρίζει τον εκφυλισμό και την απαξίωση (κάποιοι μιλούν για απανθρακωμένα δοκάρια), ο γάμος θα μπορούσε σήμερα να διανύσει, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, τον χρυσούν αιώνα του: «Ο μέσος γάμος σήμερα είναι πιο αδύναμος από τον μέσο γάμο του παρελθόντος, όσον αφορά την ικανοποίηση και τον αριθμό των διαζυγίων, όμως ο καλός γάμος σήμερα είναι πολύ δυνατότερος από ποτέ όσον αφορά την προσωπική ικανοποίηση και ευημερία». Ητοι το χάσμα ανάμεσα στον μέτριο και στον καλό γάμο είναι πιο μεγάλο από ποτέ.
Σήμερα πρέπει να κοπιάσεις πολύ περισσότερο για να χτίσεις έναν ανθεκτικό και βιώσιμο γάμο. Αν όμως τα καταφέρεις, τα οφέλη που θα αντλήσεις ξεπερνούν κατά πολύ εκείνα που αντλούσε ο έγγαμος του παρελθόντος (και δεν εννοούμε μόνο τα οφέλη για την καρδιακή υγεία ή τις λιγότερες πιθανότητες να πάθεις πνευμονία, να υποβληθείς σε χειρουργική επέμβαση ή να εμφανίσεις συγκεκριμένες μορφές καρκίνου, που ανέδειξαν πρόσφατες έρευνες). Το πιο σημαντικό είναι, επισημαίνει ο Φίνκελ, ότι σήμερα (μάλλον από το 1965 και εφεξής) διερχόμαστε την εποχή του λεγόμενου «self expressive» γάμου, όπου το γαμήλιο «μυστήριο» δεν αντιμετωπίζεται πλέον από τους μετέχοντες σε αυτό ως οικονομική εξασφάλιση, κοινωνική επιταγή ή αναπόδραστο πεπρωμένο, αλλά ως ένα «όχημα» αυτοαναζήτησης, προσωπικής εξέλιξης και πλήρωσης. Παντρεύομαι δηλαδή πλέον κάποιον όχι γιατί πρέπει να «νοικοκυρευτώ», αλλά γιατί επιλέγω να «εξελιχθώ». Είναι αυτό που λέει ο Τζακ Νίκολσον σε μια εμβρόντητη Ελεν Χαντ στην ταινία «Καλύτερα δεν γίνεται» (1997): «Υοu make me want to be a better man» (Με κάνεις να θέλω να γίνω καλύτερος).
Τι είναι, όμως, εκείνο που ανακόπτει την ορμή αυτής της οικόσιτης αυτοπλήρωσης; Σύμφωνα με τον Φίνκελ, το πρόβλημα σήμερα είναι ότι οι σύζυγοι επενδύουν όλο και λιγότερο (χρόνο, ενέργεια, δέσμευση, φαντασία) ο ένας στον άλλον. Και είναι, πράγματι, δύσκολο να «ανασκάψεις το εσώτερο δυναμικό σου» όταν ο γάμος σου αναλώνεται σε ατελείωτες «to-do lists» («να κάνει ο μικρός εξέταση Μαντού, να βγάλω φορολογική ενημερότητα, να φτιάξω τους χαλασμένους μεντεσέδες στα ντουλάπια της κουζίνας, να μην ξεχάσω τη συγκέντρωση του συλλόγου γονέων την Τετάρτη» κ.ο.κ.) γραμμένες σε φλούο χαρτάκια post it ή στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου σου. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τα κακά νέα είναι ότι ο χρόνος είναι εκείνος που υφίσταται το ισχυρότερο πλήγμα. Σε σχέση π.χ. με το 1975, το 2003 οι Αμερικανοί περνούν πολύ λιγότερο χρόνο με τους «νόμιμους συντρόφους» τους (26 από 35 ώρες οι μη έχοντες παιδιά και 9 από 13 ώρες οι γονείς). Τα καλά νέα είναι ότι η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη. Αν επενδύσεις περισσότερο, ο γάμος σου μπορεί να ανακάμψει. Οι αμερικανοί κοινωνιολόγοι Τζέφρι Ντιου και Γουίλιαμ Μπράντφορντ Γουίλκοξ κατέδειξαν εσχάτως ότι οι σύζυγοι «που περνούν χρόνο μαζί, συζητώντας ή συμμετέχοντας σε μια δραστηριότητα, έχουν τρεισήμισι φορές περισσότερες πιθανότητες να είναι ευτυχισμένοι στον γάμο τους».
Ο γάμος των ανισοτήτων
Ενα ακόμη παράδοξο του γάμου στον 21ο αιώνα είναι ότι, ενώ δίνει έμφαση στην ισοτιμία και στην ομοιότητα μεταξύ των συζύγων (εφετινή έρευνα του Ινστιτούτου Επιστήμης της Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου του Κολοράντο καταδεικνύει ακόμη και γονιδιακή ομοιότητα, επιλέγεις δηλαδή για σύζυγο κάποιον που σου μοιάζει γενετικά), εξελίσσεται σε πλατφόρμα ενός παλιρροϊκού κύματος ανισοτήτων. Οι ειδικοί εστιάζουν όλο και περισσότερο την προσοχή τους στο ότι η οικονομική αστάθεια καταβαραθρώνει τη γαμηλιότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ, π.χ. στις ΗΠΑ, ο δείκτης διαζυγίων ήταν ο ίδιος για πλούσιους και φτωχούς τη δεκαετία του '60 και του '70, από το 1980 και μετά η ψαλίδα ανοίγει εντυπωσιακά όσον αφορά την ποιότητα και βιωσιμότητα του γάμου (εξ ου και μεταξύ 1990 και 1994 ο δείκτης διαζυγίων είναι 46% για τους λιγότερο προνομιούχους αποφοίτους λυκείου και μόλις 16% για τους έχοντες πανεπιστημιακή εκπαίδευση, που έχουν κατά κανόνα περισσότερους μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών μεταξύ τους και, βέβαια, περισσότερα χρήματα για να φωνάξουν το βράδυ μια μπεϊμπισίτερ).