Το συμφέρον του παιδιού υπέρτατο κριτήριοΤου Θ. Κ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ*(www.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=11.06.2005,id=80561496 )
1. Η διατήρηση ζωντανού του δεσμού ανάμεσα στο ανήλικο παιδί και τους διαζευγμένους γονείς του αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για την ομαλή ψυχοπνευματική ανάπτυξή του. Το συμφέρον, επομένως, του παιδιού, που είναι το υπέρτατο κριτήριο για ό,τι συνδέεται με θέματα επιμέλειας και επικοινωνίας (βλ. άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, ΟΗΕ, 1989), επιβάλλει κάθε δικαστική απόφαση να διασφαλίζει ζωντανή τη σχέση του παιδιού και με τους δύο γονείς του.
2. Αυτή, όμως, η διατήρηση ζωντανής σχέσης και με τους δύο γονείς, ιδίως με την κατάλληλη επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα που στερείται την επιμέλεια, συχνά υπονομεύεται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια και που βρίσκεται σε καθημερινή επαφή μαζί του. Ο γονέας αυτός, εκμεταλλευόμενος την προνομιακή του θέση, είτε προκαλεί στο παιδί αισθήματα εχθρότητας ή και μίσους προς τον άλλο γονέα, είτε του καλλιεργεί αισθήματα ανασφάλειας σε σχέση με το γονέα αυτόν, με αποτέλεσμα η επικοινωνία να μετατρέπεται σε τυπική διαδικασία είτε, ακόμη, να ματαιώνεται εξαιτίας της άρνησης του ίδιου τού παιδιού.
1. Η διατήρηση ζωντανού του δεσμού ανάμεσα στο ανήλικο παιδί και τους διαζευγμένους γονείς του αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για την ομαλή ψυχοπνευματική ανάπτυξή του. Το συμφέρον, επομένως, του παιδιού, που είναι το υπέρτατο κριτήριο για ό,τι συνδέεται με θέματα επιμέλειας και επικοινωνίας (βλ. άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, ΟΗΕ, 1989), επιβάλλει κάθε δικαστική απόφαση να διασφαλίζει ζωντανή τη σχέση του παιδιού και με τους δύο γονείς του.
2. Αυτή, όμως, η διατήρηση ζωντανής σχέσης και με τους δύο γονείς, ιδίως με την κατάλληλη επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα που στερείται την επιμέλεια, συχνά υπονομεύεται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια και που βρίσκεται σε καθημερινή επαφή μαζί του. Ο γονέας αυτός, εκμεταλλευόμενος την προνομιακή του θέση, είτε προκαλεί στο παιδί αισθήματα εχθρότητας ή και μίσους προς τον άλλο γονέα, είτε του καλλιεργεί αισθήματα ανασφάλειας σε σχέση με το γονέα αυτόν, με αποτέλεσμα η επικοινωνία να μετατρέπεται σε τυπική διαδικασία είτε, ακόμη, να ματαιώνεται εξαιτίας της άρνησης του ίδιου τού παιδιού.
3. Είναι προφανές ότι ο γονέας που έχει την επιμέλεια και που εντέχνως αποξενώνει το παιδί από τον άλλο γονέα καταχράται το δικαίωμα επιμέλειας και ενεργεί αντίθετα προς το συμφέρον του παιδιού. Παρόμοια, λοιπόν, συμπεριφορά θα πρέπει να οδηγεί σε ανάθεση της επιμέλειας στον άλλο γονέα, με την ελπίδα ότι αυτός, έστω πλέον και από φόβο, δεν θα εμποδίζει την επικοινωνία. Και δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα, μετά το διαζύγιο, δεν γίνεται γιατί ο γονέας είναι «κακός γονέας», αλλά γιατί αυτός ο οποίος επιλέγεται είναι, κατά την κρίση του δικαστηρίου, καλύτερος του άλλου, υπό την έννοια ότι η άσκηση από αυτόν της επιμέλειας ανταποκρίνεται προς το συμφέρον του παιδιού. Αν, όμως, αυτός με τη συμπεριφορά του αποξενώνει το παιδί από τον άλλο γονέα, η άμεση αντίδραση του δικαίου πρέπει να είναι η αλλαγή του φορέα της επιμέλειας.
4. Αναμφίβολα, η συνεκτίμηση της γνώμης του παιδιού είναι πρωταρχική υποχρέωση για το δικαστήριο (άρθρο 12 της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού). Αλλά η γνώμη αυτή πρέπει να είναι ειλικρινής, να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση του παιδιού. Αυτό, όμως, μόνο από ειδικούς επιστήμονες μπορεί να εξακριβωθεί, αφού η αλήθεια βρίσκεται πέρα από ένα «ναι» ή ένα «όχι», πέρα από το «θέλω» και «δεν θέλω». Και σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίζει την κρίση του στη γνώμη του παιδιού, όταν αυτή είναι φανερά αντίθετη προς το ίδιο το συμφέρον του ( βλ. και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού, 1998). Αραγε, όταν το παιδί εκφράζεται απαξιωτικά για τον γονέα με τον οποίο δεν ζει μαζί, αυτό υποδηλώνει σωστή διαπαιδαγώγηση από τον γονέα που έχει την επιμέλεια; Και η «επιθυμία» του να μη βλέπει τον άλλο γονέα, ανταποκρίνεται προς το πραγματικό του συμφέρον, ώστε να δικαιολογεί την αδράνεια των αρμόδιων αρχών να παρέμβουν για να αποκαταστήσουν την επαφή του γονέα με το παιδί του; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Τα αρμόδια δικαιοδοτικά και διοικητικά όργανα οφείλουν -όπως παγίως δέχεται και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων- να λαμβάνουν όλα τα μέτρα, ώστε να μην παρακωλύεται η επικοινωνία αυτή και όχι να αδρανούν, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη υπόθεση, με το πρόσχημα ότι «δεν θέλει το παιδί».
5. Αλλά στη συγκεκριμένη υπόθεση προκαλεί ακόμη δυσάρεστη κατάπληξη το γεγονός ότι το Δικαστήριο -και μάλιστα Εφετείο- δέχεται ότι η «αρνητική και απαξιωτική στάση των παιδιών απέναντι στη μητέρα τους» δικαιολογεί την ανάθεση της επιμέλειας στον πατέρα τους, «ανεξαρτήτως του ότι υποδαυλίζεται εν πολλοίς από τον πατέρα». Ο γονέας, δηλαδή, που αποξενώνει το παιδί από τον άλλο γονέα (έχοντας καταδικασθεί και για βιαιοπραγίες εναντίον του...), είναι προτιμότερος, με βάση το συμφέρον του παιδιού, να ασκεί την επιμέλειά του! Η απόφαση αυτή δεν είναι μόνο αντίθετη σε κάθε αίσθημα δικαίου, αλλά αντιβαίνει προς τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καθώς και προς τις Διεθνείς Συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα.
6. Το πρόβλημα της καθυστέρησης των δικών -που καταλήγει σε άρνηση δικαστικής προστασίας- και της αδυναμίας να εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις είναι ασφαλώς γενικότερο. Οταν, όμως, πρόκειται για θέματα επιμέλειας και επικοινωνίας, τα παθολογικά αυτά φαινόμενα οδηγούν σε δραματικές συνέπειες, κυρίως για τα παιδιά. Για τον λόγο αυτό άλλωστε το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού επιβάλλει υποχρέωση ταχείας ενεργείας στη δικαστική αρχή, ενώ και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αξιώνει από τα κράτη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων.
7. Θα ανέμενε κανείς ότι μετά την καταδίκη της Ελλάδας στην υπόθεση «Κοσμοπούλου», οι δικαστές θα ήσαν πιο προσεκτικοί στα ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας και ότι τα αρμόδια κρατικά όργανα θα φρόντιζαν για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Η συγκεκριμένη υπόθεση, όχι μόνο διαψεύδει την προσδοκία αυτή αλλά, πέρα από την εσφαλμένη κρίση, δημιουργεί και την εντύπωση ότι η κρίση αυτή δεν υπήρξε αμερόληπτη. Και είναι προσβολή προς την ελληνική Δικαιοσύνη, που θα πρέπει να προκαλέσει την αντίδραση των αρμόδιων πολιτειακών οργάνων, η εμπέδωση στην κοινή πεποίθηση ότι τελικά «δικαστές υπάρχουν μόνο στο Στρασβούργο».
*Καθηγητής Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου